Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
II. tight [βρετ tʌɪt, αμερικ taɪt] ΕΠΊΘ
1. tight (firm):
3. tight:
4. tight (strict):
- tight security, deadline
-
- tight budget, credit
-
5. tight (packed):
- tight schedule, timetable
-
6. tight ΑΘΛ (close):
- tight finish, match
-
7. tight (compact):
III. tight [βρετ tʌɪt, αμερικ taɪt] ΕΠΊΡΡ
1. tight (firmly):
2. tight (closely):
στο λεξικό PONS
I. tight [taɪt] ΕΠΊΘ
5. tight (difficult):
7. tight οικ (mean):
- tight
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.