Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
fermement [fɛʀməmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
- fermement
-
-
- fermement
- staunchly defend, oppose
- fermement
- resolutely refuse
- fermement
- decisively speak
-
- determined person
- fermement décidé (to do à faire)
-
- fermement
- firmly clasp, grip, hold, push, press
- fermement
- rigidly opposed
- fermement
- strongly believe
- fermement
στο λεξικό PONS
fermement [fɛʀməmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
- fermement
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- feria
- féria
- férié
- férir
- ferler
- fermement
- ferment
- fermentation
- fermenté
- fermenter
- fermentescible