στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. tight [βρετ tʌɪt, αμερικ taɪt] ΕΠΊΘ
1. tight (firm):
3. tight:
4. tight (strict):
- tight security
-
- tight deadline
-
- tight budget
-
- tight credit
-
6. tight ΑΘΛ (close):
- tight finish, match
-
7. tight (compact):
8. tight βρετ (drunk):
II. tight [βρετ tʌɪt, αμερικ taɪt] ΕΠΊΡΡ
1. tight (firmly):
2. tight (closely):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.