Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
II. shallow [βρετ ˈʃaləʊ, αμερικ ˈʃæloʊ] ΕΠΊΘ
- frivole esprit
- shallow
-
- superficial, shallow
- sommaire vision, conception
- shallow
-
- shallow
- de faible profondeur étang, récipient
- shallow
στο λεξικό PONS
shallow [ˈʃæləʊ, αμερικ -oʊ] ΕΠΊΘ
2. shallow (superficial):
- shallow
-
shallow [ˈʃæl·oʊ] ΕΠΊΘ
2. shallow (superficial):
- shallow
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.