Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 I. chou <πλ choux> [ʃu] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. chou <πλ choux> [ʃu] ΟΥΣ αρσ
III. chou <πλ choux> [ʃu]
IV. chou <πλ choux> [ʃu]
oreille [ɔʀɛj] ΟΥΣ θηλ
1. oreille ΑΝΑΤ:
2. oreille (ouïe):
3. oreille (personne):
5. oreille (de serviette, ballot):
ιδιωτισμοί:
II. chèvre [ʃɛvʀ] ΟΥΣ θηλ
III. chèvre [ʃɛvʀ]
chou-fleur <πλ choux-fleurs> [ʃuflœʀ] ΟΥΣ αρσ
-  chou-fleur
-  
στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 chou-fleur <choux-fleurs> [ʃuflœʀ] ΟΥΣ αρσ
-  chou-fleur
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 