Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. femelle [fəmɛl] ΕΠΊΘ
1. femelle ΒΙΟΛ:
- femelle hormone
-
2. femelle ΒΟΤ:
- femelle plante, fleur
-
3. femelle ΖΩΟΛ (gén):
4. femelle ΗΛΕΚ:
- femelle prise
-
5. femelle ΓΛΩΣΣ:
- femelle trait
-
- fécondable femelle
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.