Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
fertile [βρετ ˈfəːtʌɪl, αμερικ ˈfərdl] ΕΠΊΘ κυριολ
- fertile land, valley, soil
- fertile
- fertile human, animal, egg
-
- fertile μτφ imagination, mind, environment
- fertile
- to have a fertile imagination
- avoir l'imagination fertile
-
- fertile
-
- fertile
-
- fertile
- fécondable femelle
- fertile
-
- fertile
- fertile sol, plaine
- fertile
- fertile cerveau, imagination
- fertile
στο λεξικό PONS
fertile [ˈfɜ:taɪl, αμερικ ˈfɜ:rt̬l] ΕΠΊΘ
- fertile
- fertile
fertile [ˈfɜr·t̬ ə l] ΕΠΊΘ
- fertile
- fertile
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.