Oxford Spanish Dictionary
fertile [αμερικ ˈfərdl, βρετ ˈfəːtʌɪl] ΕΠΊΘ
1. fertile (fruitful):
3. fertile (prolific):
- fertile animal/plant
-
-
- fertile
-
- fertile
-
- fertile
-
- fertile
-
- fertile
-
- fertile
-
- fertile
-
- fertile
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.