Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. nœud [nø] ΟΥΣ αρσ
1. nœud (pour lier):
2. nœud (pour orner et lier):
3. nœud ΝΑΥΣ (unité de vitesse):
- nœud
-
4. nœud (de branche, tige, planche):
- nœud
-
5. nœud (point essentiel):
- nœud
-
6. nœud ΛΟΓΟΤ (de pièce, de roman, d'intrigue):
- nœud
-
7. nœud:
- nœud ΗΛΕΚ, ΑΣΤΡΟΝ, ΜΑΘ
-
-
- nœud αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.