Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
or1 [ɔʀ] ΣΎΝΔ
1. or (indiquant une opposition):
2. or (introduisant un nouvel élément):
II. or2 [ɔʀ] ΟΥΣ αρσ
1. or (métal):
2. or (d'encadrement, église, de dôme):
3. or (couleur):
III. or2 [ɔʀ]
IV. or2 [ɔʀ]
poule [pul] ΟΥΣ θηλ
5. poule (prostituée):
6. poule ΑΘΛ:
7. poule ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ:
ιδιωτισμοί:
στο λεξικό PONS
I. or1 [ɔʀ] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.