Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. rich [βρετ rɪtʃ, αμερικ rɪtʃ] ΟΥΣ + ρήμα πλ
III. rich [βρετ rɪtʃ, αμερικ rɪtʃ] ΕΠΊΘ
1. rich:
2. rich (lavish):
- rich costume, furnishings, gift
-
3. rich (full, strong):
- rich colour, sound, smell, voice, food, flavour, diet
-
V. rich [βρετ rɪtʃ, αμερικ rɪtʃ]
I. rag [βρετ raɡ, αμερικ ræɡ] ΟΥΣ
III. rag <μετ ενεστ ragging; απλ παρελθ, μετ παρακειμ ragged> [βρετ raɡ, αμερικ ræɡ] ΡΉΜΑ μεταβ οικ
IV. rag [βρετ raɡ, αμερικ ræɡ]
get-rich-quick scheme ΟΥΣ οικ
στο λεξικό PONS
I. rich <-er, -est> [rɪtʃ] ΕΠΊΘ
1. rich (wealthy) a. ΓΕΩ:
- rich
-
4. rich (plenty):
6. rich (fatty):
- rich meal
-
I. rich <-er, -est> [rɪtʃ] ΕΠΊΘ
1. rich (wealthy) a. ΓΕΩ:
- rich
-
6. rich (fatty):
- rich meal, dessert
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.