Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. richesse [ʀiʃɛs] ΟΥΣ θηλ
1. richesse (de personne, pays):
2. richesse (luxe, somptuosité):
3. richesse (teneur):
4. richesse (abondance):
II. richesses ΟΥΣ θηλ πλ
1. richesses (biens matériels):
2. richesses (objets de grande valeur):
3. richesses (ressources):
- richesses
-
- richesses naturelles
-
- inexploitable richesses
-
- redistribuer richesses
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ricain
- ricanement
- ricaner
- ricaneur
- RICE
- richesses
- richissime
- ricin
- ricocher
- ricochet
- ric-rac