Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. aliment [alimɑ̃] ΟΥΣ αρσ
1. aliment (pour êtres humains):
2. aliment (pour animaux):
3. aliment (pour plantes):
II. aliments ΟΥΣ αρσ πλ
aliments αρσ πλ ΝΟΜ:
- consommable aliment
-
- dégurgiter aliment
-
- réfrigérer aliment
-
- énergétique aliment, produit
-
- aliment peu énergétique
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.