Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
edible [βρετ ˈɛdɪb(ə)l, αμερικ ˈɛdəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- edible fruit, plant, mushroom, snail
-
- edible meal
-
στο λεξικό PONS
edible [ˈedɪbl] ΕΠΊΘ
- edible
-
-
- edible
-
- edible
edible [ˈed·ɪ·bl] ΕΠΊΘ
- edible
-
-
- edible
-
- edible
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.