Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. vert (verte) [vɛʀ, vɛʀt] ΕΠΊΘ
1. vert (gén):
2. vert (non arrivé à maturité):
3. vert (vigoureux):
II. vert ΟΥΣ αρσ
III. verts ΟΥΣ αρσ πλ
IV. vert (verte) [vɛʀ, vɛʀt]
V. vert (verte) [vɛʀ, vɛʀt]
I. mûr (mûre, mure) [myʀ] ΕΠΊΘ
2. mûr (intellectuellement):
3. mûr (psychologiquement):
4. mûr (adulte):
III. mûr (mûre, mure) [myʀ]
στο λεξικό PONS
I. vert(e) [vɛʀ, vɛʀt] ΕΠΊΘ
I. vert(e) [vɛʀ, vɛʀt] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.