Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
conspicuous [βρετ kənˈspɪkjʊəs, αμερικ kənˈspɪkjuəs] ΕΠΊΘ
1. conspicuous (to the eye):
- conspicuous feature, sign
-
- conspicuous garment
-
conspicuous consumption ΟΥΣ U
- conspicuous consumption
-
στο λεξικό PONS
conspicuous consumption ΟΥΣ
- conspicuous consumption
-
- ostensible geste
- conspicuous
conspicuous consumption ΟΥΣ
- conspicuous consumption
-
- ostensible geste, signes religieux
- conspicuous
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
-
- conspicuous behaviour
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.