στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
 I. rich [βρετ rɪtʃ, αμερικ rɪtʃ] ΕΠΊΘ
1. rich:
-  rich country, tradition, history
 -  
 
-  rich harvest
 -  
 
2. rich (lavish):
3. rich (full, strong):
II. rich [βρετ rɪtʃ, αμερικ rɪtʃ] ΟΥΣ + verbo πλ
V. rich [βρετ rɪtʃ, αμερικ rɪtʃ]
Rich [βρετ rɪtʃ, αμερικ rɪtʃ]
-  Rich
 -  
 
get-rich-quick scheme [ˌɡetrɪtʃˈkwɪkˌskiːm] ΟΥΣ οικ
-  nauseatingly rich
 -  
 
στο λεξικό PONS
 
 I. rich <-er, -est> [rɪtʃ] ΕΠΊΘ
-  a rich assortment
 -  
 
 
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.