στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. facile [ˈfatʃile] ΕΠΊΘ
1. facile (senza difficoltà):
6. facile (incline):
στο λεξικό PONS
facile [ˈfa:·tʃi·le] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.