στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. likely [βρετ ˈlʌɪkli, αμερικ ˈlaɪkli] ΕΠΊΘ
1. likely (probable):
- likely
-
- likely explanation
-
- likely excuse, story ειρων
-
2. likely (potentially successful):
- likely person, candidate
-
3. likely (potential):
- likely customer, client, candidate
-
στο λεξικό PONS
I. likely <-ier, -iest> [ˈlaɪk·li] ΕΠΊΘ
II. likely [ˈlaɪk·li] ΕΠΊΡΡ
- most likely
-
-
- likely
-
- likely
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.