Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. likely [βρετ ˈlʌɪkli, αμερικ ˈlaɪkli] ΕΠΊΘ
1. likely (probable):
- likely
-
- likely explanation
-
2. likely (potentially successful):
- likely person, candidate
-
II. likely [βρετ ˈlʌɪkli, αμερικ ˈlaɪkli] ΕΠΊΡΡ (probably)
στο λεξικό PONS
I. likely <-ier, -iest [or more likely, most likely]> [ˈlaɪkli] ΕΠΊΘ
- most likely
-
I. likely <-ier, -iest [or more likely, most likely]> [ˈlaɪ·kli] ΕΠΊΘ
- most likely
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.