στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. rich [βρετ rɪtʃ, αμερικ rɪtʃ] ΕΠΊΘ
II. rich [βρετ rɪtʃ, αμερικ rɪtʃ] ΟΥΣ + verbo πλ
III. riches ΟΥΣ
riches npl:
- riches
- ricchezze θηλ
V. rich [βρετ rɪtʃ, αμερικ rɪtʃ]
- an embarrassment of riches
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.