στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
fertile [ˈfɛrtile] ΕΠΊΘ
1. fertile (fruttuoso):
2. fertile (fecondo):
- fertile donna, femmina di animale, periodo
- fertile
- fertile donna, femmina di animale, periodo
-
- età fertile
-
3. fertile μτφ ingegno, mente, scrittore:
- fertile
- fertile
- fertile
-
- fertile
- fertile
- fertile imagination, mind
- fertile
-
- fruttifero, fertile
- fat valley
- fertile
- to have a fertile imagination
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.