Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
happily [βρετ ˈhapɪli, αμερικ ˈhæpəli] ΕΠΊΡΡ
1. happily (cheerfully):
2. happily (luckily):
- happily
-
3. happily (willingly):
- happily accept, admit, agree, give up, leave, submit
-
- to live happily/extravagantly
-
- joyeusement parler, raconter, crier, s'exclamer
- happily, joyfully
- joyeusement rire
- happily, merrily
- joyeusement courir
- happily
-
- happily
-
- happily
-
- happily
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.