Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
petits-enfants [p(ə)tizɑ̃fɑ̃] ΟΥΣ αρσ πλ
arrière-petits-enfants [aʀjɛʀpətizɑ̃fɑ̃] ΟΥΣ αρσ πλ
enfant [ɑ̃fɑ̃] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. enfant:
2. enfant (fils, fille):
4. enfant (marquant l'origine):
vérité [veʀite] ΟΥΣ θηλ
1. vérité (gén):
2. vérité (affirmation vraie):
3. vérité (authenticité):
4. vérité (nature profonde):
στο λεξικό PONS
beaux-enfants [bozɑ̃fɑ̃] ΟΥΣ mpl
petits-enfants [p(ə)tizɑ̃fɑ̃] ΟΥΣ mpl
arrière-petits-enfants [aʀjɛʀpətizɑ̃fɑ̃] ΟΥΣ mpl
enfant [ɑ̃fɑ̃] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. enfant (garçon, fille):
ιδιωτισμοί:
- d'enfants
-
-
- jardin αρσ d'enfants
beaux-enfants [bozɑ͂fɑ͂] ΟΥΣ mpl
petits-enfants [p(ə)tizɑ͂fɑ͂] ΟΥΣ mpl
arrière-petits-enfants [aʀjɛʀpətizɑ͂fɑ͂] ΟΥΣ mpl
enfant [ɑ͂fɑ͂] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. enfant (garçon, fille):
ιδιωτισμοί:
- ribambelle d'enfants
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
- D.E.U.G.
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- d'enfants
- dab
- dacquois
- dacron
- dactyle
- dactylique