Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
 ill-natured ΕΠΊΘ
-  ill-natured
 -  
 
I. nature [βρετ ˈneɪtʃə, αμερικ ˈneɪtʃər] ΟΥΣ
1. nature (the natural world):
2. nature (character, temperament):
3. nature (kind, sort):
στο λεξικό PONS
 
 
 
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.