Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
serious [βρετ ˈsɪərɪəs, αμερικ ˈsɪriəs] ΕΠΊΘ
1. serious (not frivolous or light):
- serious intention
-
στο λεξικό PONS
serious [ˈsɪəriəs, αμερικ ˈsɪri-] ΕΠΊΘ
1. serious (not funny, sincere):
2. serious (concerning, solemn):
- serious
-
3. serious οικ (substantial):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.