Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. deadly [βρετ ˈdɛdli, αμερικ ˈdɛdli] ΕΠΊΘ
1. deadly (lethal):
- deadly rivalry
-
- deadly insult
-
2. deadly (absolute, extreme):
deadly nightshade ΟΥΣ
- deadly nightshade
- belladone θηλ
στο λεξικό PONS
II. deadly <-ier, -iest> ΕΠΊΡΡ
1. deadly (in a fatal way):
- deadly
-
2. deadly (absolutely):
- deadly
-
II. deadly <-ier, -iest> ΕΠΊΡΡ
1. deadly (in a fatal way):
- deadly
-
2. deadly (absolutely):
- deadly
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.