Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. tu|eur (tueuse) [tɥœʀ, øz] ΕΠΊΘ
tueur cellule:
- tueur (tueuse)
-
II. tu|eur (tueuse) [tɥœʀ, øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. tueur (assassin):
- tueur (tueuse)
-
2. tueur (chasseur):
- tueur (tueuse)
-
- tueur d'éléphants
-
3. tueur (ouvrier d'abattoir):
- tueur (tueuse)
-
-
- tueur αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.