Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. capit|al (capitale) <αρσ πλ capitaux> [kapital, o] ΕΠΊΘ
1. capital (fondamental):
3. capital (de mort):
II. capit|al ΟΥΣ αρσ
1. capit|al ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
III. capitaux ΟΥΣ αρσ πλ
IV. capitale ΟΥΣ θηλ
1. capitale (d'un pays):
2. capitale (centre):
capital risqueur <πλ capital risqueurs>, capital-risqueur <πλ capital-risqueurs> [kapitalʀiskœʀ] ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.