Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. essential [βρετ ɪˈsɛnʃ(ə)l, αμερικ əˈsɛn(t)ʃəl] ΟΥΣ
II. essentials ΟΥΣ
essentials ουσ πλ:
III. essential [βρετ ɪˈsɛnʃ(ə)l, αμερικ əˈsɛn(t)ʃəl] ΕΠΊΘ
1. essential (vital):
2. essential (basic):
essential oil ΟΥΣ
- essential oil
-
-
- essential
- primordial (primordiale)
- essential, vital
- indispensable équipement, employé, activité
- essential (à to, pour for)
- indispensable argent
- essential ποτέ προσδιορ
- indispensable aide, élément
- essential (à to, pour for)
-
- it's essential
- essentiel (essentielle)
- essential
στο λεξικό PONS
I. essential [ɪ·ˈsen·(t)ʃ ə l] ΕΠΊΘ
II. essential [ɪ·ˈsen·(t)ʃ ə l] ΟΥΣ πλ
II. non-essential ΟΥΣ πλ
-
- accessoires mpl
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- esplanade
- espousal
- espouse
- espresso
- espy
- essential
- essentially
- essential oil
- Essex
- Essonne
- est