Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
- overriding importance
- primordial
- vital role, issue, need, interest
- fondamental, primordial
-
- primordial
- prime importance
- primordial
στο λεξικό PONS
primordial(e) <-aux> [pʀimɔʀdjal, jo] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.