Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. essential [βρετ ɪˈsɛnʃ(ə)l, αμερικ əˈsɛn(t)ʃəl] ΟΥΣ
II. essentials ΟΥΣ
essentials ουσ πλ:
- the essentials
- l'essentiel αρσ
non-essentials [βρετ ˌnɒnɪˈsɛnʃ(ə)lz] ΟΥΣ ουσ πλ
essential oil ΟΥΣ
- indispensable équipement, employé, activité
- essential (à to, pour for)
- indispensable argent
- essential ποτέ προσδιορ
- indispensable aide, élément
- essential (à to, pour for)
-
- essentials πλ
- primordial (primordiale)
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.