Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. essent|iel (essentielle) [esɑ̃sjɛl] ΕΠΊΘ
1. essentiel (très important):
2. essentiel (central):
II. essent|iel ΟΥΣ αρσ
1. essent|iel (chose principale):
2. essent|iel (partie la plus importante):
στο λεξικό PONS
essentiel [esɑ̃sjɛl] ΟΥΣ αρσ
1. essentiel (le plus important):
essentiel [esɑ͂sjɛl] ΟΥΣ αρσ
1. essentiel (le plus important):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.