Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
artistic [βρετ ɑːˈtɪstɪk, αμερικ ɑrˈtɪstɪk] ΕΠΊΘ
- artistic talent, creation, activity, community
-
- artistic temperament, person
-
- artistic career
-
artistic director ΟΥΣ
- artistic director
-
στο λεξικό PONS
artistic [ɑ:ˈtɪstɪk, αμερικ ɑ:r-] ΕΠΊΘ
- artistic
-
artistic [ar·ˈtɪs·tɪk] ΕΠΊΘ
- artistic
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.