Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. amic|al (amicale) <αρσ πλ amicaux> [amikal, o] ΕΠΊΘ
II. amicale ΟΥΣ θηλ
amicale θηλ:
- companionable chat, meal
- amical
- amiable chat
- amical
- amicable gesture, manner, relationship
- amical
-
- amical, sympathique
-
- amical
- friendly match
- amical
- unfriendly person, attitude, behaviour
-
στο λεξικό PONS
amical(e) <-aux> [amikal, o] ΕΠΊΘ a. ΑΘΛ
- amical(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.