amical(e) <-aux> [amikal, o] ΕΠΊΘ
1. amical:
- amical(e) rencontre, relation, conseil
-
- amical(e) attitude
-
- amical(e) sourire
-
2. amical ΑΘΛ:
- match amical
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.