très [tʀɛ] ΕΠΊΡΡ
- très
-
- très dangereux, aimable
-
- très dangereux, aimable
-
- très nécessaire
-
- très intelligent(e)/intéressant(e)
-
- très intelligent(e)/intéressant(e)
-
- ce n'est pas très nécessaire
-
Très-Haut [tʀɛo] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.