Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
irritable [iʀitabl] ΕΠΊΘ
- irritable
- irritable
- irritable
- irritable
- testy person
- irritable
-
- irritable
- prickly οικ
- irritable (about à propos de)
- a friendly/irritable disposition
-
στο λεξικό PONS
irritable [iʀitabl] ΕΠΊΘ
- irritable
- irritable
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.