Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. while [βρετ wʌɪl, αμερικ (h)waɪl] ΣΎΝΔ
1. while (although):
2. while (as long as):
3. while (during the time that):
4. while (at the same time as):
- while
-
II. while [βρετ wʌɪl, αμερικ (h)waɪl] ΟΥΣ
I. worth [βρετ wəːθ, αμερικ wərθ] ΟΥΣ U
1. worth ΧΡΗΜΑΤΟΠ (measure, quantity):
2. worth (value, usefulness):
II. worth [βρετ wəːθ, αμερικ wərθ] ΕΠΊΘ ποτέ προσδιορ
1. worth (of financial value):
2. worth (of abstract value):
III. worth [βρετ wəːθ, αμερικ wərθ]
-
- while
στο λεξικό PONS
I. while [waɪl] ΟΥΣ
II. while [waɪl] ΣΎΝΔ
1. while (during which time):
I. while [(h)waɪl] ΟΥΣ
II. while [(h)waɪl] ΣΎΝΔ
1. while (during which time):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.