Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. long (longue) [lɔ̃, lɔ̃ɡ] ΕΠΊΘ
1. long (dans l'espace):
- long (longue) tige, cils, patte, lettre, robe, table, distance
- long
2. long (dans le temps):
3. long ΓΛΩΣΣ (syllabe, voyelle):
- long (longue)
- long
II. long (longue) [lɔ̃, lɔ̃ɡ] ΕΠΊΡΡ
1. long (beaucoup):
2. long ΜΌΔΑ:
- s'habiller long
-
III. long ΟΥΣ αρσ
1. long (longueur):
IV. longue ΟΥΣ θηλ
V. à la longue ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
I. long [lɔ̃] ΕΠΊΡΡ
II. long [lɔ̃] ΟΥΣ αρσ
I. long [lo͂] ΕΠΊΡΡ
II. long [lo͂] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.