Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
tuyau <πλ tuyaux> [tɥijo] ΟΥΣ αρσ
1. tuyau ΤΕΧΝΟΛ:
2. tuyau (information):
3. tuyau οικ ΙΑΤΡ:
- tuyau
-
ιδιωτισμοί:
- tuyau d'arrosage ΓΕΩΡΓ
-
- tuyau d'échappement ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ
-
- tuyau d'écoulement ΟΙΚΟΔ
-
- tuyau d'incendie ΤΕΧΝΟΛ
-
-
- drainpipes πλ
- tuyau de refroidissement ΤΕΧΝΟΛ
-
στο λεξικό PONS
-
- tuyau αρσ
-
- un tuyau d'arrosage
-
- tuyau αρσ d'évacuation
-
- tuyau αρσ d'échappement
-
- tuyau αρσ d'échappement
-
- tuyau αρσ
-
- tuyau αρσ d'alimentation
-
- tuyau αρσ
-
- un tuyau d'arrosage
-
- tuyau αρσ d'échappement
-
- tuyau αρσ d'évacuation
-
- tuyau αρσ d'échappement
-
- tuyau αρσ
- chimney of stove
- tuyau αρσ
-
- tuyau αρσ
-
- tuyau αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.