Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
feeder [βρετ ˈfiːdə, αμερικ ˈfidər] ΟΥΣ
1. feeder (person, animal):
3. feeder ΜΕΤΑΦΟΡΈς:
- feeder, a. feeder road βρετ
-
5. feeder:
- feeder, a. feeder line ΣΙΔΗΡ
- embranchement αρσ
6. feeder (for printer, photocopier):
- feeder
- chargeur αρσ
7. feeder ΓΕΩΡΓ:
- feeder
-
8. feeder ΗΛΕΚ (conductor):
- feeder
-
carrion feeder ΟΥΣ
- carrion feeder
- charognard αρσ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.