Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
raccordement [ʀakɔʀdəmɑ̃] ΟΥΣ αρσ
1. raccordement (activité):
-
- raccordement αρσ
στο λεξικό PONS
- connection of pipes
- raccordement αρσ
raccordement [ʀakɔʀdəmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
- raccordement
-
- raccordement ΗΛΕΚ
-
- connection of pipes
- raccordement αρσ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
raccordement électrique
- raccordement électrique
-
raccordement d'eau
- raccordement d'eau
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.