Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


I. hose [βρετ həʊz, αμερικ hoʊz] ΟΥΣ
1. hose:
3. hose ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ (in engine):
- hose
- tuyau αρσ
5. hose βρετ (hosiery):
- hose
- bonneterie θηλ
7. hose παρωχ (stockings):
- hose βρετ αμερικ
- bas αρσ πλ
II. hose [βρετ həʊz, αμερικ hoʊz] ΡΉΜΑ μεταβ
hose garden:
- hose
-


- flexible de cimentation ΤΕΧΝΟΛ
- cementing hose
- tuyau d'arrosage ΓΕΩΡΓ
- hose
- tuyau d'incendie ΤΕΧΝΟΛ
- fire hose
στο λεξικό PONS




I | hose |
---|---|
you | hose |
he/she/it | hoses |
we | hose |
you | hose |
they | hose |
I | hosed |
---|---|
you | hosed |
he/she/it | hosed |
we | hosed |
you | hosed |
they | hosed |
I | have | hosed |
---|---|---|
you | have | hosed |
he/she/it | has | hosed |
we | have | hosed |
you | have | hosed |
they | have | hosed |
I | had | hosed |
---|---|---|
you | had | hosed |
he/she/it | had | hosed |
we | had | hosed |
you | had | hosed |
they | had | hosed |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- garden hose