Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
détente [detɑ̃t] ΟΥΣ θηλ
1. détente (repos):
2. détente ΠΟΛΙΤ:
5. détente ΦΥΣ (de gaz):
- détente
-
6. détente ΑΘΛ:
-
- détente θηλ
-
- détente θηλ
-
- détente θηλ ultrasensible
-
- détente θηλ
- relaxation (of body, mind)
- détente θηλ
-
- détente θηλ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.