

- foyer
-
- foyer
- hostel (de, pour for)
- un foyer de travailleurs/d'étudiants
-
- foyer ΚΙΝΗΜ, ΘΈΑΤ
-
- foyer
-
- logement-foyer
-




- foyer
-
- foyer
-
- foyer
-
- foyer
-
- foyer
-
- foyer
-
- foyer
-


- foyer
-
- foyer
-
- foyer
-
- foyer
-
- foyer
-
- foyer
-
- foyer
-
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.