Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
family [βρετ ˈfamɪli, ˈfam(ə)li, αμερικ ˈfæm(ə)li] ΟΥΣ
family tree ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
family [ˈfæməli] ΟΥΣ
1. family <-lies> + ενικ/πλ ρήμα (group):
2. family no πλ (relations, family members):
family allowance ΟΥΣ βρετ
family allowance → child benefit
child benefit ΟΥΣ
family tree ΟΥΣ
single-parent family <-lies> ΟΥΣ
family [ˈfæm· ə l·i] ΟΥΣ
1. family <-lies> + ενικ/πλ ρήμα (group):
2. family (relations, family members):
family tree ΟΥΣ
single-parent family <-ies> ΟΥΣ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.