Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
fortunate [βρετ ˈfɔːtʃ(ə)nət, αμερικ ˈfɔrtʃ(ə)nət] ΕΠΊΘ
fortunate person, coincidence, event:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.