Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
lucky [βρετ ˈlʌki, αμερικ ˈləki] ΕΠΊΘ
1. lucky (fortunate):
2. lucky (bringing good luck):
lucky dip ΟΥΣ ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ
- lucky dip
-
happy-go-lucky ΕΠΊΘ
happy-go-lucky person, attitude:
στο λεξικό PONS
lucky <-ier, -iest> ΕΠΊΘ
1. lucky (have luck):
happy-go-lucky ΕΠΊΘ
lucky <-ier, -iest> ΕΠΊΘ
1. lucky (have luck):
happy-go-lucky ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.