Oxford Spanish Dictionary
lucky <luckier, luckiest> [αμερικ ˈləki, βρετ ˈlʌki] ΕΠΊΘ
1. lucky person:
- lucky
-
- lucky
-
2. lucky (fortuitous):
happy-go-lucky [αμερικ ˈˌhæpi ˌɡoʊ ˈləki, βρετ ˌhapɪɡəʊˈlʌki] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
happy-go-lucky [ˌhæpigəʊˈlʌki, αμερικ -goʊˈ-] ΕΠΊΘ
happy-go-lucky ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.